άλειωτος

άλειωτος
η , ο
1) нерастаявший;

άλειωτο βούτυρο — а) сливочное масло; — б) нерастаявшее масло;

άλειωτη ζάχαρη — нерастаявший сахар;

2) нераздавленный (о винограде);
3) неразложившийся (о трупе)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "άλειωτος" в других словарях:

  • άλειωτος — η, ο [λειώνω] 1. αυτός που δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, να διαλυθεί (σε υγρό, με τη θερμότητα κ.λπ.) 2. αυτός που δεν έχασε ή δεν μπορεί να χάσει τη συνεκτικότητα του ύστερα από πίεση, σύνθλιψη κ.λπ. 3. (για ρούχα, παπούτσια, σκεύη κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • άλειωτος — η, ο βλ. άλιωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀλείωτον — ἀλείωτος not ground masc/fem acc sg ἀλείωτος not ground neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανάλυτος — η, ο (Α ἀνάλυτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν διαλύθηκε, δεν έλειωσε ή δεν μπορεί να λειώσει, ο άλειωτος 2. (για νεκρούς) αυτός που δεν αποσυντέθηκε ή δεν μπορεί να αποσυντεθεί, ο άλειωτος αρχ. αυτός. που μπορεί να αναλυθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ.… …   Dictionary of Greek

  • άλυτος — η, ον (AM ἄλυτος, ον) 1. γεν. αυτός που δεν λύθηκε ή δεν μπορεί να λυθεί 2. άρρηκτος, αδιάσπαστος, στέρεος 3. συνεχής, αδιάκοπος, ακατάλυτος και (στα μσν.) αιώνιος 4. ο μη χαλαρωμένος, ο αχαλάρωτος νεοελλ. αρχ. αυτός τού οποίου δεν βρέθηκε η λύση …   Dictionary of Greek

  • άλυωτος — η, ο εσφαλμένη γραφή αντί τού άλειωτος* …   Dictionary of Greek

  • άπυρος — η, ο (Α ἄπυρος, ον) [πυρ] 1. ο χωρίς φωτιά 2. άβραστος, άψητος αρχ. μσν. φρ. «ἄπυρον θεῑον» θειάφι φυσικό αρχ. 1. (για αγγεία και τρίποδες) αυτός που δεν έχει τεθεί στη φωτιά, αμεταχείριστος 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να σταθεί πάνω στη φωτιά …   Dictionary of Greek

  • αλείαντος — η, ο (Α ἀλείαντος, ον) [λειαίνω] νεοελλ. αυτός που δεν λειάνθηκε ή δεν μπορεί να λειανθεί, αγυάλιστος, τραχύς αρχ. (για τροφή) άλειωτος, αμάσητος …   Dictionary of Greek

  • ανάλειωτος — η, ο αυτός που δεν διαλύθηκε ή δεν μπορεί να διαλυθεί, ο άλειωτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναλειωτός. Η σημασία της αρνήσεως προήλθε από τον αναβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

  • γερός — ή, ό (AM γερός, ά, όν) (για κτήρια) στερεός μσν. νεοελλ. ακέραιος, ολάκαιρος νεοελλ. (για ανθρώπους) 1. υγιής 2. εύρωστος, ρωμαλέος, δυνατός 3. ικανός, έμπειρος σε κάτι («γερός μάστορας») 4. (για πράγματα) στερεός, ασφαλής, ανθεκτικός 5. (για… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»